χαρτοξέστης

χαρτοξέστης
ο, Ν
όργανο με το οποίο αποξέονται γράμματα από το γραμμένο χαρτί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + -ξέστης (< ξέω «σκαλίζω, λειαίνω», πρβλ. ξέστρα), πρβλ. οδοντο-ξέστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”